1. Λέξη
    ευλογημένος (επίθετο) - (παρόμοια: δικαιολογημένος - ευλογώ - εγγυημένος)
  2. Συνώνυμα
    • ευλογημένος
    • ευλογημένος
    • ευλογημένος
    3
  3. Αντώνυμα
    • καταραμένος
    • αποκλεισμένος
    • αποκληρωμένος
    3
  4. Ορισμός
    • Που έχει λάβει ευλογία ή θεϊκή χάρη.
    • Που θεωρείται ιερός ή αγιασμένος.
    • Που φέρνει καλή τύχη ή ευτυχία.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο γάμος τους ήταν μια ευλογημένη μέρα.
    • Η ευλογημένη γη της πατρίδας μας.
    • Ένα ευλογημένο παιδί που φέρνει χαρά σε όλους.
    3