Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ευλογημένος (επίθετο) - (παρόμοια:
δικαιολογημένος
-
ευλογώ
-
εγγυημένος
)
Συνώνυμα
ευλογημένος
ευλογημένος
ευλογημένος
3
Αντώνυμα
καταραμένος
αποκλεισμένος
αποκληρωμένος
3
Ορισμός
Που έχει λάβει ευλογία ή θεϊκή χάρη.
Που θεωρείται ιερός ή αγιασμένος.
Που φέρνει καλή τύχη ή ευτυχία.
3
Παραδείγματα
Ο γάμος τους ήταν μια ευλογημένη μέρα.
Η ευλογημένη γη της πατρίδας μας.
Ένα ευλογημένο παιδί που φέρνει χαρά σε όλους.
3