Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
δικαστώ (ρήμα) - (παρόμοια:
δικαστής
-
δικαστικός
-
δικαστήριο
-
καταδικαστώ
-
διαδικαστικός
-
διαδικασία
)
Συνώνυμα
καταδικάζω
εξετάζω
κρίνω
3
Αντώνυμα
αθωώνω
απαλλάσσω
2
Ορισμός
Να εκδίδω απόφαση ή να κρίνω επίσημα σε μια δικαστική υπόθεση.
Να κρίνω ή να αξιολογώ κάποιον ή κάτι με αυστηρό τρόπο.
2
Παραδείγματα
Ο δικαστής θα δικαστόσει τον κατηγορούμενο αύριο.
Μην δικάζεις τους άλλους χωρίς να γνωρίζεις όλες τις λεπτομέρειες.
2