1. Συνώνυμα
    • καταδικάζω
    • εξετάζω
    • κρίνω
    3
  2. Αντώνυμα
    • αθωώνω
    • απαλλάσσω
    2
  3. Ορισμός
    • Να εκδίδω απόφαση ή να κρίνω επίσημα σε μια δικαστική υπόθεση.
    • Να κρίνω ή να αξιολογώ κάποιον ή κάτι με αυστηρό τρόπο.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Ο δικαστής θα δικαστόσει τον κατηγορούμενο αύριο.
    • Μην δικάζεις τους άλλους χωρίς να γνωρίζεις όλες τις λεπτομέρειες.
    2