Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διορατικός (επίθετο) - (παρόμοια:
διορατικότητα
-
διοικητικός
-
κρατικός
-
δικός
-
δημοκρατικός
-
διπλωματικός
-
δικαιωματικός
-
πειρατικός
-
διαβητικός
-
δραματικός
-
δικαστικός
-
δυτικός
-
διανοητικός
-
διακριτικός
-
διστακτικός
-
διεγερτικός
)
Συνώνυμα
οξυδερκής
προνοητικός
ευφυής
3
Αντώνυμα
αδαής
απροσεκτικός
ασυνετός
3
Ορισμός
που έχει την ικανότητα να βλέπει ή να κατανοεί με σαφήνεια και βαθιά διορατικότητα
που χαρακτηρίζεται από οξυδέρκεια και ευφυΐα
2
Παραδείγματα
Ο διορατικός του νους του τον βοήθησε να προβλέψει την κρίση.
Μια διορατική παρατήρηση μπορεί να αλλάξει την πορεία μιας συζήτησης.
2