Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εγκληματικότητα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
εγκληματικός
-
πραγματικότητα
-
εγκληματίας
-
εγκληματολογικός
-
επιθετικότητα
-
διορατικότητα
)
Συνώνυμα
εγκληματικότητα
παρανομία
αυθαιρεσία
3
Αντώνυμα
νομιμότητα
κανονικότητα
εντιμότητα
3
Ορισμός
Η ιδιότητα ή η κατάσταση του να είναι κάποιος εγκληματίας ή να κάνει παράνομες πράξεις.
Το σύνολο των εγκλημάτων που διαπράττονται σε μια συγκεκριμένη περιοχή ή χρονική περίοδο.
2
Παραδείγματα
Η εγκληματικότητα στην πόλη αυξάνεται τα τελευταία χρόνια.
Οι αρχές αναλαμβάνουν δράσεις για την καταπολέμηση της εγκληματικότητας.
2