1. Λέξη
    δοκιμάζετε (ρήμα) - (παρόμοια: δοκιμάζω - δοκιμάζουμε - δοκιμάζομαι - δοκιμή)
  2. Συνώνυμα
    • ελέγχετε
    • πειράζετε
    • αξιολογείτε
    3
  3. Αντώνυμα
    • αγνοείτε
    • παραλείπετε
    2
  4. Ορισμός
    • Επιχειρώ να διαπιστώσω την ποιότητα, την απόδοση ή την αξιοπιστία κάποιου ή κάτι.
    • Υποβάλλω κάποιον ή κάτι σε μια δοκιμασία ή εξέταση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Θα δοκιμάσετε τη νέα συνταγή που ετοίμασα;
    • Ο δάσκαλος θα μας δοκιμάσει στα ρήματα αύριο.
    2