Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
δοκιμάζομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
δοκιμάζω
-
δοκιμάζουμε
-
δοκιμάζετε
-
ετοιμάζομαι
-
δικάζομαι
-
δοκιμή
-
ονομάζομαι
-
διαβάζομαι
)
Συνώνυμα
εξετάζομαι
αξιολογούμαι
ελέγχομαι
3
Αντώνυμα
αγνοούμαι
παραβλέπομαι
2
Ορισμός
Υποβάλλομαι σε δοκιμή ή εξέταση για να αξιολογηθούν οι ικανότητες ή η ποιότητά μου.
Βρίσκομαι σε κατάσταση που μετράται η αντοχή ή η υπομονή μου.
2
Παραδείγματα
Δοκιμάζομαι συνεχώς από τον προϊστάμενό μου για να βεβαιωθεί ότι είμαι κατάλληλος για την θέση.
Κάθε φορά που αντιμετωπίζω μια δύσκολη κατάσταση, δοκιμάζομαι ψυχολογικά.
2