1. Συνώνυμα
    • εξετάζομαι
    • αξιολογούμαι
    • ελέγχομαι
    3
  2. Αντώνυμα
    • αγνοούμαι
    • παραβλέπομαι
    2
  3. Ορισμός
    • Υποβάλλομαι σε δοκιμή ή εξέταση για να αξιολογηθούν οι ικανότητες ή η ποιότητά μου.
    • Βρίσκομαι σε κατάσταση που μετράται η αντοχή ή η υπομονή μου.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Δοκιμάζομαι συνεχώς από τον προϊστάμενό μου για να βεβαιωθεί ότι είμαι κατάλληλος για την θέση.
    • Κάθε φορά που αντιμετωπίζω μια δύσκολη κατάσταση, δοκιμάζομαι ψυχολογικά.
    2