Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
δοκιμή (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
δοκιμάζω
-
δοκιμασία
-
δοκιμάζετε
-
δοκιμάζομαι
-
δοκιμάζουμε
-
δοκιμαστικό
)
Συνώνυμα
πείραμα
έλεγχος
αξιολόγηση
3
Αντώνυμα
βεβαιότητα
τελικό αποτέλεσμα
2
Ορισμός
Η διαδικασία ή η ενέργεια της εξέτασης ή της αξιολόγησης κάποιου ή κάτι.
Μια πράξη ή μια σειρά ενεργειών που πραγματοποιούνται για να εξακριβωθεί η ικανότητα, η ποιότητα ή η απόδοση κάποιου ή κάτι.
2
Παραδείγματα
Η δοκιμή του νέου φαρμάκου ήταν επιτυχής.
Πρέπει να περάσεις μια σειρά από δοκιμές για να επιβεβαιώσεις τις ικανότητές σου.
2