Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
δοκιμαστήριο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
δοκιμαστικό
-
δοκιμαστικός
-
δοκιμασία
-
δικαστήριο
)
Συνώνυμα
εργαστήριο
πειραματήριο
χώρος δοκιμών
3
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Χώρος όπου πραγματοποιούνται δοκιμές ή πειράματα.
Εγκατάσταση εξοπλισμένη με ειδικά όργανα και συσκευές για επιστημονικές ή τεχνικές δοκιμές.
2
Παραδείγματα
Το δοκιμαστήριο του πανεπιστημίου είναι εξοπλισμένο με τα πιο σύγχρονα όργανα.
Οι μηχανικοί εργάζονται στο δοκιμαστήριο για να ελέγξουν την αντοχή των νέων υλικών.
2