Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
δοκιμαστικός (επίθετο) - (παρόμοια:
δοκιμαστικό
-
δοκιμαστήριο
-
δοκιμασία
-
δραστικός
-
δικαστικός
-
αστικός
-
δελεαστικός
-
σπαστικός
-
βιαστικός
-
πλαστικός
)
Συνώνυμα
πειραματικός
προσωρινός
προκαταρκτικός
3
Αντώνυμα
οριστικός
τελικός
μόνιμος
3
Ορισμός
που γίνεται για να εξεταστεί ή να ελεγχθεί κάτι πριν από την οριστική απόφαση ή εφαρμογή
που σχετίζεται με δοκιμή ή πείραμα
2
Παραδείγματα
Η εταιρεία διεξήγαγε δοκιμαστική περίοδο για τα νέα της προϊόντα.
Ο δοκιμαστικός αγώνας έδειξε ότι το αυτοκίνητο έχει εξαιρετική απόδοση.
2