1. Συνώνυμα
    • πειραματικός
    • προσωρινός
    • προκαταρκτικός
    3
  2. Αντώνυμα
    • οριστικός
    • τελικός
    • μόνιμος
    3
  3. Ορισμός
    • που γίνεται για να εξεταστεί ή να ελεγχθεί κάτι πριν από την οριστική απόφαση ή εφαρμογή
    • που σχετίζεται με δοκιμή ή πείραμα
    2
  4. Παραδείγματα
    • Η εταιρεία διεξήγαγε δοκιμαστική περίοδο για τα νέα της προϊόντα.
    • Ο δοκιμαστικός αγώνας έδειξε ότι το αυτοκίνητο έχει εξαιρετική απόδοση.
    2