1. Λέξη
    δοκιμασία (ουσιαστικό) - (παρόμοια: δοκιμαστικό - δοκιμαστήριο - δοκιμαστικός - δοκιμή - δοκιμάζω)
  2. Συνώνυμα
    • προσπάθεια
    • πειραματισμός
    • έλεγχος
    3
  3. Αντώνυμα
    • επιτυχία
    • βεβαιότητα
    2
  4. Ορισμός
    • Η ενέργεια ή η διαδικασία της δοκιμής ή της εξέτασης κάποιου ή κάτι για να διαπιστωθεί η ποιότητα, η απόδοση ή η αξιοπιστία του.
    • Μια δύσκολη ή απαιτητική κατάσταση που ελέγχει τις ικανότητες ή την αντοχή κάποιου.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η δοκιμασία του καινούργιου προϊόντος έδειξε ότι είναι πολύ ανθεκτικό.
    • Η ζωή του αντιμετώπισε πολλές δοκιμασίες, αλλά ποτέ δεν τα παράτησε.
    2