1. Λέξη
    δραστήριος (επίθετο) - (παρόμοια: εξιλαστήριος - μυστήριος - δικαστήριο)
  2. Συνώνυμα
    • ενεργητικός
    • δυναμικός
    • προσηνής
    3
  3. Αντώνυμα
    • αδρανής
    • οκνηρός
    • απρόθυμος
    3
  4. Ορισμός
    • Που δρα με ενέργεια και αποφασιστικότητα.
    • Που χαρακτηρίζεται από ζωντάνια και δραστηριότητα.
    • Που προκαλεί αλλαγές ή έχει σημαντικό αντίκτυπο.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο δραστήριος νέος οργάνωσε μια επιτυχημένη εκδήλωση.
    • Η δραστήρια συμμετοχή του στην κοινότητα του έδωσε μεγάλη αναγνώριση.
    • Μια δραστήρια πολιτική μπορεί να φέρει θετικά αποτελέσματα.
    3