Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
δραστήριος (επίθετο) - (παρόμοια:
εξιλαστήριος
-
μυστήριος
-
δικαστήριο
)
Συνώνυμα
ενεργητικός
δυναμικός
προσηνής
3
Αντώνυμα
αδρανής
οκνηρός
απρόθυμος
3
Ορισμός
Που δρα με ενέργεια και αποφασιστικότητα.
Που χαρακτηρίζεται από ζωντάνια και δραστηριότητα.
Που προκαλεί αλλαγές ή έχει σημαντικό αντίκτυπο.
3
Παραδείγματα
Ο δραστήριος νέος οργάνωσε μια επιτυχημένη εκδήλωση.
Η δραστήρια συμμετοχή του στην κοινότητα του έδωσε μεγάλη αναγνώριση.
Μια δραστήρια πολιτική μπορεί να φέρει θετικά αποτελέσματα.
3