Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εξιλαστήριος (επίθετο) - (παρόμοια:
δραστήριος
-
εξεταστήριο
-
εξιτήριο
-
μυστήριος
)
Συνώνυμα
καθαρτικός
απολυτρωτικός
εξαγνιστικός
3
Αντώνυμα
καταδικαστικός
τιμωρητικός
2
Ορισμός
που εξιλεώνει ή εξαγνίζει από αμαρτίες ή ενοχές
που σχετίζεται με την εξιλέωση ή τη συγχώρεση
2
Παραδείγματα
Η εξιλαστήρια θυσία ήταν σημαντικό μέρος της αρχαίας λατρείας.
Οι εξιλαστήριες πράξεις του βοήθησαν να βρει εσωτερική γαλήνη.
2