1. Λέξη
    εξιλαστήριος (επίθετο) - (παρόμοια: δραστήριος - εξεταστήριο - εξιτήριο - μυστήριος)
  2. Συνώνυμα
    • καθαρτικός
    • απολυτρωτικός
    • εξαγνιστικός
    3
  3. Αντώνυμα
    • καταδικαστικός
    • τιμωρητικός
    2
  4. Ορισμός
    • που εξιλεώνει ή εξαγνίζει από αμαρτίες ή ενοχές
    • που σχετίζεται με την εξιλέωση ή τη συγχώρεση
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η εξιλαστήρια θυσία ήταν σημαντικό μέρος της αρχαίας λατρείας.
    • Οι εξιλαστήριες πράξεις του βοήθησαν να βρει εσωτερική γαλήνη.
    2