Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ειδικά (επίρρημα) - (παρόμοια:
ειδική
-
ειδικό
-
ειδικός
-
ειδικότητα
-
ειδικότερος
-
ειδικεύομαι
)
Συνώνυμα
ιδιαίτερα
συγκεκριμένα
επιμέρους
3
Αντώνυμα
γενικά
συνολικά
καθολικά
3
Ορισμός
Με ιδιαίτερο τρόπο ή με ιδιαίτερη προσοχή.
Σε ειδική περίπτωση ή για συγκεκριμένο σκοπό.
2
Παραδείγματα
Είναι ειδικά σχεδιασμένο για τα παιδιά.
Αυτό το εργαλείο χρησιμοποιείται ειδικά για επαγγελματικούς σκοπούς.
2