1. Λέξη
    ειδικά (επίρρημα) - (παρόμοια: ειδική - ειδικό - ειδικός - ειδικότητα - ειδικότερος - ειδικεύομαι)
  2. Συνώνυμα
    • ιδιαίτερα
    • συγκεκριμένα
    • επιμέρους
    3
  3. Αντώνυμα
    • γενικά
    • συνολικά
    • καθολικά
    3
  4. Ορισμός
    • Με ιδιαίτερο τρόπο ή με ιδιαίτερη προσοχή.
    • Σε ειδική περίπτωση ή για συγκεκριμένο σκοπό.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Είναι ειδικά σχεδιασμένο για τα παιδιά.
    • Αυτό το εργαλείο χρησιμοποιείται ειδικά για επαγγελματικούς σκοπούς.
    2