Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ειδικεύομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
λογικεύομαι
-
ειδικά
-
ειδική
-
ειδικό
-
ερωτεύομαι
)
Συνώνυμα
εξειδικεύομαι
ειδικοποιούμαι
2
Αντώνυμα
γενικεύω
απλοποιώ
2
Ορισμός
Εστιάζω σε ένα συγκεκριμένο πεδίο ή θέμα, αποκτώντας ειδικές γνώσεις ή δεξιότητες σε αυτό.
Αναλαμβάνω μια ειδική εργασία ή ρόλο μέσα σε ένα ευρύτερο πλαίσιο.
2
Παραδείγματα
Μετά τις βασικές σπουδές, αποφάσισα να ειδικευτώ στη νευροεπιστήμη.
Στην εταιρεία μας, ο καθένας ειδικεύεται σε ένα συγκεκριμένο τμήμα της παραγωγής.
2