1. Λέξη
    ειδικεύομαι (ρήμα) - (παρόμοια: λογικεύομαι - ειδικά - ειδική - ειδικό - ερωτεύομαι)
  2. Συνώνυμα
    • εξειδικεύομαι
    • ειδικοποιούμαι
    2
  3. Αντώνυμα
    • γενικεύω
    • απλοποιώ
    2
  4. Ορισμός
    • Εστιάζω σε ένα συγκεκριμένο πεδίο ή θέμα, αποκτώντας ειδικές γνώσεις ή δεξιότητες σε αυτό.
    • Αναλαμβάνω μια ειδική εργασία ή ρόλο μέσα σε ένα ευρύτερο πλαίσιο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Μετά τις βασικές σπουδές, αποφάσισα να ειδικευτώ στη νευροεπιστήμη.
    • Στην εταιρεία μας, ο καθένας ειδικεύεται σε ένα συγκεκριμένο τμήμα της παραγωγής.
    2