Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ειδική (επίθετο) - (παρόμοια:
ειδικά
-
ειδικό
-
ειδικός
-
ειδικότητα
-
ειδικότερος
-
ειδικεύομαι
)
Συνώνυμα
ιδιαίτερη
ξεχωριστή
μοναδική
3
Αντώνυμα
κοινή
συνηθισμένη
τυπική
3
Ορισμός
που διαφέρει από το συνηθισμένο ή το γενικό
που χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ή ιδιότητες
2
Παραδείγματα
Αυτή η περίπτωση είναι ειδική και χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή.
Ο καθηγητής έκανε μια ειδική αναφορά στο έργο του μαθητή.
2