Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εκκλησιαστικός (επίθετο) - (παρόμοια:
ουσιαστικός
-
βιαστικός
-
αστικός
)
Συνώνυμα
θρησκευτικός
ιερατικός
κληρικός
3
Αντώνυμα
κοσμικός
λαϊκός
2
Ορισμός
που σχετίζεται με την εκκλησία ή το κλήρο
που ανήκει ή αναφέρεται στη χριστιανική θρησκεία
που χαρακτηρίζεται από θρησκευτική τελετουργικότητα
3
Παραδείγματα
Ο εκκλησιαστικός γάμος πραγματοποιήθηκε στο ιστορικό ναό.
Τα εκκλησιαστικά έγγραφα φυλάσσονται στο αρχείο της μητρόπολης.
Η εκκλησιαστική μουσική έχει βαθιές ρίζες στη βυζαντινή παράδοση.
3