1. Λέξη
    εκκλησιαστικός (επίθετο) - (παρόμοια: ουσιαστικός - βιαστικός - αστικός)
  2. Συνώνυμα
    • θρησκευτικός
    • ιερατικός
    • κληρικός
    3
  3. Αντώνυμα
    • κοσμικός
    • λαϊκός
    2
  4. Ορισμός
    • που σχετίζεται με την εκκλησία ή το κλήρο
    • που ανήκει ή αναφέρεται στη χριστιανική θρησκεία
    • που χαρακτηρίζεται από θρησκευτική τελετουργικότητα
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο εκκλησιαστικός γάμος πραγματοποιήθηκε στο ιστορικό ναό.
    • Τα εκκλησιαστικά έγγραφα φυλάσσονται στο αρχείο της μητρόπολης.
    • Η εκκλησιαστική μουσική έχει βαθιές ρίζες στη βυζαντινή παράδοση.
    3