1. Συνώνυμα
    • ουσιαστικός
    • βασικός
    • κύριος
    • ουσιοτικός
    4
  2. Αντώνυμα
    • επιφανειακός
    • δευτερεύων
    • προσωρινός
    • εξωτερικός
    4
  3. Ορισμός
    • που αποτελεί την ουσία ή το κύριο χαρακτηριστικό κάποιου πράγματος
    • που έχει σχέση με την ύπαρξη ή τη φύση ενός πράγματος
    • που είναι σημαντικός ή θεμελιώδης
    3
  4. Παραδείγματα
    • Το νερό είναι ουσιαστικός παράγοντας για τη ζωή.
    • Η ουσιαστική διαφορά μεταξύ των δύο προϊόντων είναι η ποιότητα.
    • Έκανε ουσιαστικές παρατηρήσεις κατά τη διάρκεια της συζήτησης.
    3