Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ουσιαστικός (επίθετο) - (παρόμοια:
βιαστικός
-
αστικός
-
εκκλησιαστικός
-
αηδιαστικός
-
φρικιαστικός
-
πλαστικός
-
δραστικός
-
οριστικός
-
σπαστικός
-
ολιστικός
-
ντροπιαστικός
-
ακουστικός
-
δικαστικός
-
περαστικός
)
Συνώνυμα
ουσιαστικός
βασικός
κύριος
ουσιοτικός
4
Αντώνυμα
επιφανειακός
δευτερεύων
προσωρινός
εξωτερικός
4
Ορισμός
που αποτελεί την ουσία ή το κύριο χαρακτηριστικό κάποιου πράγματος
που έχει σχέση με την ύπαρξη ή τη φύση ενός πράγματος
που είναι σημαντικός ή θεμελιώδης
3
Παραδείγματα
Το νερό είναι ουσιαστικός παράγοντας για τη ζωή.
Η ουσιαστική διαφορά μεταξύ των δύο προϊόντων είναι η ποιότητα.
Έκανε ουσιαστικές παρατηρήσεις κατά τη διάρκεια της συζήτησης.
3