1. Συνώνυμα
    • ενοχλητικός
    • προκλητικός
    • ερεθιστικός
    • δυσάρεστος
    4
  2. Αντώνυμα
    • ευχάριστος
    • χαλαρωτικός
    • ηρεμιστικός
    • απολαυστικός
    4
  3. Ορισμός
    • Που προκαλεί εκνευρισμό ή ενόχληση.
    • Που δημιουργεί δυσφορία ή ενοχλήσει.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Ο εκνευριστικός θόρυβος από τα εργαλεία με εμπόδιζε να συγκεντρωθώ.
    • Η συμπεριφορά του ήταν ιδιαίτερα εκνευριστική, καθώς συνέχιζε να με διακόπτει.
    2