Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εκνευριστικός (επίθετο) - (παρόμοια:
εκνευρισμός
-
τουριστικός
-
εθιστικός
-
οριστικός
-
εκνευρισμένος
-
εγωιστικός
-
χαριστικός
-
ερεθιστικός
-
νευρικός
)
Συνώνυμα
ενοχλητικός
προκλητικός
ερεθιστικός
δυσάρεστος
4
Αντώνυμα
ευχάριστος
χαλαρωτικός
ηρεμιστικός
απολαυστικός
4
Ορισμός
Που προκαλεί εκνευρισμό ή ενόχληση.
Που δημιουργεί δυσφορία ή ενοχλήσει.
2
Παραδείγματα
Ο εκνευριστικός θόρυβος από τα εργαλεία με εμπόδιζε να συγκεντρωθώ.
Η συμπεριφορά του ήταν ιδιαίτερα εκνευριστική, καθώς συνέχιζε να με διακόπτει.
2