Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εκνευρισμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
εκνευρισμός
-
μαυρισμένος
-
νευριασμένος
-
ορισμένος
-
εθισμένος
-
εκνευριστικός
-
χωρισμένος
)
Συνώνυμα
εξοργισμένος
θυμωμένος
οργισμένος
αγριεμένος
4
Αντώνυμα
ήρεμος
χαλαρός
υγιής
γενναίος
4
Ορισμός
Που βρίσκεται σε κατάσταση έντονης οργής ή εκνευρισμού.
Που δείχνει σημάδια ανησυχίας ή ενοχλητικής συμπεριφοράς.
2
Παραδείγματα
Ο δάσκαλος ήταν εκνευρισμένος με τους μαθητές που δεν έκαναν τις εργασίες τους.
Μετά από πολλές ώρες αναμονής, ο πελάτης έγινε όλο και πιο εκνευρισμένος.
2