1. Συνώνυμα
    • εξοργισμένος
    • θυμωμένος
    • οργισμένος
    • αγριεμένος
    4
  2. Αντώνυμα
    • ήρεμος
    • χαλαρός
    • υγιής
    • γενναίος
    4
  3. Ορισμός
    • Που βρίσκεται σε κατάσταση έντονης οργής ή εκνευρισμού.
    • Που δείχνει σημάδια ανησυχίας ή ενοχλητικής συμπεριφοράς.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Ο δάσκαλος ήταν εκνευρισμένος με τους μαθητές που δεν έκαναν τις εργασίες τους.
    • Μετά από πολλές ώρες αναμονής, ο πελάτης έγινε όλο και πιο εκνευρισμένος.
    2