Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εκπαιδεύομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
εκπαιδεύω
-
παγιδεύομαι
-
εκπαιδευτής
-
εκπαιδευμένη
)
Συνώνυμα
μαθαίνω
ασκούμαι
μορφώνομαι
3
Αντώνυμα
αγνοώ
αμελώ
2
Ορισμός
Να αποκτώ γνώσεις και δεξιότητες μέσω συστηματικής εκπαίδευσης ή πείρας.
Να υποβάλλομαι σε εκπαιδευτική διαδικασία για να αναπτύξω συγκεκριμένες ικανότητες.
2
Παραδείγματα
Εκπαιδεύομαι για να γίνω προγραμματιστής.
Οι στρατιώτες εκπαιδεύονται για να ανταποκριθούν σε δύσκολες καταστάσεις.
2