1. Λέξη
    εκπαιδεύομαι (ρήμα) - (παρόμοια: εκπαιδεύω - παγιδεύομαι - εκπαιδευτής - εκπαιδευμένη)
  2. Συνώνυμα
    • μαθαίνω
    • ασκούμαι
    • μορφώνομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • αγνοώ
    • αμελώ
    2
  4. Ορισμός
    • Να αποκτώ γνώσεις και δεξιότητες μέσω συστηματικής εκπαίδευσης ή πείρας.
    • Να υποβάλλομαι σε εκπαιδευτική διαδικασία για να αναπτύξω συγκεκριμένες ικανότητες.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Εκπαιδεύομαι για να γίνω προγραμματιστής.
    • Οι στρατιώτες εκπαιδεύονται για να ανταποκριθούν σε δύσκολες καταστάσεις.
    2