Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εκπαιδεύω (ρήμα) - (παρόμοια:
εκπαιδεύομαι
-
εκπαιδευτής
-
εκπαιδευμένη
-
εκπαιδευμένος
-
εκπαιδευτικός
-
χαιδεύω
)
Συνώνυμα
εκπαιδεύω
μορφώνω
διδάσκω
εκπαιδεύω
εκπαιδεύω
5
Αντώνυμα
αμορφώνω
αναλφάβητος
αγράμματος
3
Ορισμός
Να παρέχω γνώσεις ή δεξιότητες σε κάποιον μέσω συστηματικής διδασκαλίας.
Να προετοιμάζω κάποιον για μια συγκεκριμένη εργασία ή δραστηριότητα.
Να αναπτύσσω τις πνευματικές ή ηθικές ικανότητες κάποιου.
3
Παραδείγματα
Ο δάσκαλος εκπαιδεύει τους μαθητές του στα μαθηματικά.
Η εταιρεία εκπαιδεύει τους νέους υπαλλήλους για να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της θέσης.
Οι γονείς εκπαιδεύουν τα παιδιά τους στις αξίες της ζωής.
3