1. Συνώνυμα
    • εκπαιδεύω
    • μορφώνω
    • διδάσκω
    • εκπαιδεύω
    • εκπαιδεύω
    5
  2. Αντώνυμα
    • αμορφώνω
    • αναλφάβητος
    • αγράμματος
    3
  3. Ορισμός
    • Να παρέχω γνώσεις ή δεξιότητες σε κάποιον μέσω συστηματικής διδασκαλίας.
    • Να προετοιμάζω κάποιον για μια συγκεκριμένη εργασία ή δραστηριότητα.
    • Να αναπτύσσω τις πνευματικές ή ηθικές ικανότητες κάποιου.
    3
  4. Παραδείγματα
    • Ο δάσκαλος εκπαιδεύει τους μαθητές του στα μαθηματικά.
    • Η εταιρεία εκπαιδεύει τους νέους υπαλλήλους για να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της θέσης.
    • Οι γονείς εκπαιδεύουν τα παιδιά τους στις αξίες της ζωής.
    3