Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παγιδεύομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
παγιδεύω
-
παγιδεύτηκα
-
παντρεύομαι
-
εκπαιδεύομαι
-
παγιδευτώ
)
Συνώνυμα
παγιδεύω
παγιδεύομαι
παγιδεύεται
3
Αντώνυμα
ελευθερώνω
απελευθερώνω
2
Ορισμός
Να βρίσκομαι σε μια κατάσταση από την οποία είναι δύσκολο να ξεφύγω.
Να πιάνω ή να συλλαμβάνω κάποιον ή κάτι με παγίδα.
2
Παραδείγματα
Παγιδεύτηκε στην κίνηση για ώρες.
Το ποντίκι παγιδεύτηκε στο ποντικοπαγίδα.
2