1. Λέξη
    παγιδεύομαι (ρήμα) - (παρόμοια: παγιδεύω - παγιδεύτηκα - παντρεύομαι - εκπαιδεύομαι - παγιδευτώ)
  2. Συνώνυμα
    • παγιδεύω
    • παγιδεύομαι
    • παγιδεύεται
    3
  3. Αντώνυμα
    • ελευθερώνω
    • απελευθερώνω
    2
  4. Ορισμός
    • Να βρίσκομαι σε μια κατάσταση από την οποία είναι δύσκολο να ξεφύγω.
    • Να πιάνω ή να συλλαμβάνω κάποιον ή κάτι με παγίδα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Παγιδεύτηκε στην κίνηση για ώρες.
    • Το ποντίκι παγιδεύτηκε στο ποντικοπαγίδα.
    2