Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εκπαιδευμένη (επίθετο) - (παρόμοια:
εκπαιδευμένος
-
εκπαιδευτής
-
εκπαιδεύω
-
εκπαιδευτικός
-
παγιδευμένη
-
εκπαιδεύομαι
)
Συνώνυμα
μορφωμένη
καλλιεργημένη
ειδικευμένη
3
Αντώνυμα
αμόρφωτη
αγράμματος
ανειδίκευτη
3
Ορισμός
που έχει λάβει εκπαίδευση ή μόρφωση
που έχει αναπτύξει γνώσεις και δεξιότητες μέσω εκπαίδευσης
2
Παραδείγματα
Η εκπαιδευμένη εργαζόμενη ανέλαβε ευθύνη για το νέο έργο.
Μια εκπαιδευμένη επαγγελματίας γνωρίζει πώς να αντιμετωπίσει δύσκολες καταστάσεις.
2