1. Συνώνυμα
    • έντονος
    • αγχωμένος
    • στενεμένος
    3
  2. Αντώνυμα
    • χαλαρός
    • αψήφιστος
    • ανέμελος
    3
  3. Ορισμός
    • που βρίσκεται σε κατάσταση έντασης ή άγχους
    • που έχει τεντωθεί ή έχει υποστεί ένταση
    2
  4. Παραδείγματα
    • Ο αθλητής ήταν τεταμένος πριν από τον αγώνα.
    • Η ατμόσφαιρα στο δωμάτιο ήταν τεταμένη μετά τη συζήτηση.
    2