Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τεταμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
εκτεταμένος
-
πεταμένος
-
παρατεταμένος
-
τεντωμένος
-
τρελαμένος
-
χαμένος
-
καμένος
-
τελειωμένος
)
Συνώνυμα
έντονος
αγχωμένος
στενεμένος
3
Αντώνυμα
χαλαρός
αψήφιστος
ανέμελος
3
Ορισμός
που βρίσκεται σε κατάσταση έντασης ή άγχους
που έχει τεντωθεί ή έχει υποστεί ένταση
2
Παραδείγματα
Ο αθλητής ήταν τεταμένος πριν από τον αγώνα.
Η ατμόσφαιρα στο δωμάτιο ήταν τεταμένη μετά τη συζήτηση.
2