Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πλαστικός (επίθετο) - (παρόμοια:
πλαστικό
-
πλαστός
-
περαστικός
-
αστικός
-
σχολαστικός
-
πειστικός
-
πιεστικός
-
βιαστικός
-
σπαστικός
-
δραστικός
-
πλαστή
-
δικαστικός
-
ωστικός
-
αηδιαστικός
-
πληθυντικός
-
εορταστικός
-
σαρκαστικός
-
κουραστικός
-
δελεαστικός
-
ουσιαστικός
-
φανταστικός
-
υπεραστικός
-
αντανακλαστικός
-
μυστικός
-
ελαστικό
-
ποντικός
-
πλεονεκτικός
-
πολιτιστικός
-
δοκιμαστικός
-
φρικιαστικός
-
αναγκαστικός
)
Συνώνυμα
ελαστικός
μαλακός
εύκαμπτος
3
Αντώνυμα
άκαμπτος
σκληρός
αμετάβλητος
3
Ορισμός
Εύκαμπτος και εύκολα διαμορφώσιμος υλικός.
Που μπορεί να διαμορφωθεί ή να αλλάξει εύκολα.
Που αναφέρεται σε υλικά που παράγονται από συνθετικά πολυμερή.
3
Παραδείγματα
Η πλαστική σακούλα είναι εύκολα μεταφερόμενη.
Ο πλαστικός σωλήνας είναι ανθεκτικός στη διάβρωση.
Η πλαστική φόρμα χρησιμοποιείται για τη δημιουργία γλυκών.
3