Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ελευθερία (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ελευθερώνω
-
ελευθερώσω
-
ελευθερώνομαι
)
Συνώνυμα
ανεξαρτησία
αυτονομία
ελευθερότητα
3
Αντώνυμα
δουλεία
καταπίεση
εξάρτηση
3
Ορισμός
Η κατάσταση κατά την οποία ένα άτομο ή μια ομάδα δεν υπόκειται σε εξωτερικό έλεγχο ή περιορισμούς.
Η δυνατότητα να ενεργεί κανείς, να σκέφτεται και να μιλάει χωρίς εμπόδια.
2
Παραδείγματα
Η ελευθερία του λόγου είναι θεμελιώδες δικαίωμα.
Μετά από χρόνια δουλείας, απέκτησαν την ελευθερία τους.
2