1. Λέξη
    ελευθερία (ουσιαστικό) - (παρόμοια: ελευθερώνω - ελευθερώσω - ελευθερώνομαι)
  2. Συνώνυμα
    • ανεξαρτησία
    • αυτονομία
    • ελευθερότητα
    3
  3. Αντώνυμα
    • δουλεία
    • καταπίεση
    • εξάρτηση
    3
  4. Ορισμός
    • Η κατάσταση κατά την οποία ένα άτομο ή μια ομάδα δεν υπόκειται σε εξωτερικό έλεγχο ή περιορισμούς.
    • Η δυνατότητα να ενεργεί κανείς, να σκέφτεται και να μιλάει χωρίς εμπόδια.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η ελευθερία του λόγου είναι θεμελιώδες δικαίωμα.
    • Μετά από χρόνια δουλείας, απέκτησαν την ελευθερία τους.
    2