Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ελευθερώνομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
απελευθερώνομαι
-
ελευθερώνω
-
ελευθερώσω
-
ενημερώνομαι
-
ελευθερία
-
λερώνομαι
-
φανερώνομαι
-
απελευθερώνεται
-
ενώνομαι
)
Συνώνυμα
απελευθερώνομαι
ξεγλιστρώ
απαλλάσσομαι
3
Αντώνυμα
περιορίζομαι
συλλαμβάνομαι
εγκλωβίζομαι
3
Ορισμός
Να απαλλάσσομαι από κάποιον περιορισμό ή εμπόδιο.
Να αποκτώ την ελευθερία μου μετά από κάποια δέσμευση ή φυλάκιση.
2
Παραδείγματα
Μετά από χρόνια φυλάκιση, ελευθερώθηκε χθες.
Όταν τελείωσε η δουλειά, ένιωσα ότι ελευθερώθηκα από μια μεγάλη πίεση.
2