1. Λέξη
    ελευθερώσω (ρήμα) - (παρόμοια: ελευθερώνω - ελευθερία - ελευθερώνομαι)
  2. Συνώνυμα
    • απελευθερώσω
    • εξασφαλίσω την ελευθερία
    • απαλλάξω
    3
  3. Αντώνυμα
    • φυλακίσω
    • περιορίσω
    • καταπιέσω
    3
  4. Ορισμός
    • Κάνω κάποιον ελεύθερο, απαλλάσσω από περιορισμούς ή εξάρτηση.
    • Εξασφαλίζω την ανεξαρτησία ή την αυτονομία κάποιου.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Θα ελευθερώσω τα πουλιά από το κλουβί.
    • Ο στρατός ελευθέρωσε την πόλη από την κατοχή.
    2