Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ελευθερώσω (ρήμα) - (παρόμοια:
ελευθερώνω
-
ελευθερία
-
ελευθερώνομαι
)
Συνώνυμα
απελευθερώσω
εξασφαλίσω την ελευθερία
απαλλάξω
3
Αντώνυμα
φυλακίσω
περιορίσω
καταπιέσω
3
Ορισμός
Κάνω κάποιον ελεύθερο, απαλλάσσω από περιορισμούς ή εξάρτηση.
Εξασφαλίζω την ανεξαρτησία ή την αυτονομία κάποιου.
2
Παραδείγματα
Θα ελευθερώσω τα πουλιά από το κλουβί.
Ο στρατός ελευθέρωσε την πόλη από την κατοχή.
2