Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ελευθερώνω (ρήμα) - (παρόμοια:
απελευθερώνω
-
ελευθερώσω
-
ελευθερώνομαι
-
ελευθερία
)
Συνώνυμα
απελευθερώνω
ξεμπλοκάρω
απαλλάσσω
3
Αντώνυμα
φυλακίζω
περιορίζω
εγκλωβίζω
3
Ορισμός
Κάνω κάποιον ή κάτι ελεύθερο από περιορισμούς ή εξάρτηση.
Απαλλάσσω από φυλάκιση ή άλλη μορφή καταπίεσης.
2
Παραδείγματα
Ο στρατός ελευθέρωσε την πόλη από την κατοχή.
Η νέα νομοθεσία ελευθερώνει τους πολίτες από παλιούς περιορισμούς.
2