1. Λέξη
    ενδοιασμός (ουσιαστικό) - (παρόμοια: ενθουσιασμός - εκβιασμός - εφοδιασμός - βιασμός)
  2. Συνώνυμα
    • αμφιβολία
    • δισταγμός
    • διάκριση
    3
  3. Αντώνυμα
    • βεβαιότητα
    • αποφασιστικότητα
    • συγκατάθεση
    3
  4. Ορισμός
    • Η αίσθηση της αβεβαιότητας ή της διστακτικότητας πριν από μια απόφαση ή ενέργεια.
    • Η δυσπιστία ή η επιφύλαξη απέναντι σε κάτι.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο ενδοιασμός του να δεχτεί την πρόταση ήταν εμφανής.
    • Ένιωθε έναν βαθύ ενδοιασμό απέναντι στις νέες αλλαγές.
    2