Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ενδοιασμός (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ενθουσιασμός
-
εκβιασμός
-
εφοδιασμός
-
βιασμός
)
Συνώνυμα
αμφιβολία
δισταγμός
διάκριση
3
Αντώνυμα
βεβαιότητα
αποφασιστικότητα
συγκατάθεση
3
Ορισμός
Η αίσθηση της αβεβαιότητας ή της διστακτικότητας πριν από μια απόφαση ή ενέργεια.
Η δυσπιστία ή η επιφύλαξη απέναντι σε κάτι.
2
Παραδείγματα
Ο ενδοιασμός του να δεχτεί την πρόταση ήταν εμφανής.
Ένιωθε έναν βαθύ ενδοιασμό απέναντι στις νέες αλλαγές.
2