Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εκβιασμός (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
βιασμός
-
εφοδιασμός
-
ενδοιασμός
-
αγιασμός
-
ενθουσιασμός
)
Συνώνυμα
αναγκασμός
προσβολή
απειλή
3
Αντώνυμα
εθελοντισμός
συμβιβασμός
συνεννόηση
3
Ορισμός
Η πράξη του να αναγκάζει κάποιον να κάνει κάτι με απειλές ή βία.
Η χρήση πίεσης ή εκφοβισμού για να επιτευχθεί ένας σκοπός.
2
Παραδείγματα
Ο εκβιασμός είναι έγκλημα που τιμωρείται από τον νόμο.
Οι εκβιαστές χρησιμοποιούν συχνά ευαίσθητες πληροφορίες για να πιέσουν τα θύματά τους.
2