Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ενθουσιασμός (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ενθουσιασμένος
-
ενθουσιάζω
-
ενδοιασμός
-
ενθουσιώδης
-
εκβιασμός
)
Συνώνυμα
έξαψη
ζήλος
προθυμία
φλόγα
4
Αντώνυμα
αδιαφορία
απάθεια
ψυχρότητα
απογοήτευση
4
Ορισμός
Η έντονη συναισθηματική διέγερση ή ενεργητικότητα που προκαλείται από κάτι που θεωρείται σημαντικό ή ελκυστικό.
Η έντονη επιθυμία ή προθυμία να κάνει κάποιος κάτι.
2
Παραδείγματα
Ο ενθουσιασμός του για τη νέα δουλειά ήταν εμφανής.
Οι μαθητές έδειξαν μεγάλο ενθουσιασμό για την εκδρομή.
2