1. Λέξη
    ενθουσιασμός (ουσιαστικό) - (παρόμοια: ενθουσιασμένος - ενθουσιάζω - ενδοιασμός - ενθουσιώδης - εκβιασμός)
  2. Συνώνυμα
    • έξαψη
    • ζήλος
    • προθυμία
    • φλόγα
    4
  3. Αντώνυμα
    • αδιαφορία
    • απάθεια
    • ψυχρότητα
    • απογοήτευση
    4
  4. Ορισμός
    • Η έντονη συναισθηματική διέγερση ή ενεργητικότητα που προκαλείται από κάτι που θεωρείται σημαντικό ή ελκυστικό.
    • Η έντονη επιθυμία ή προθυμία να κάνει κάποιος κάτι.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο ενθουσιασμός του για τη νέα δουλειά ήταν εμφανής.
    • Οι μαθητές έδειξαν μεγάλο ενθουσιασμό για την εκδρομή.
    2