Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ενθουσιάζομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
ενθουσιάζω
-
παρουσιάζομαι
-
θυσιάζομαι
-
εντυπωσιάζομαι
-
ενθουσιώδης
-
βιάζομαι
)
Συνώνυμα
ευχαριστιέμαι
εξιτάρομαι
ζητωκραυγάζω
3
Αντώνυμα
απογοητεύομαι
αδιαφορώ
αποθαρρύνομαι
3
Ορισμός
Νιώθω έντονη συγκίνηση ή ενθουσιασμό για κάτι.
Εκδηλώνω μεγάλη χαρά ή ενθουσιασμό.
2
Παραδείγματα
Ενθουσιάστηκα πολύ όταν πήρα την είδηση ότι πέρασα στο πανεπιστήμιο.
Ο κόσμος ενθουσιάστηκε με την ερμηνεία του τραγουδιστή.
2