1. Συνώνυμα
    • ευχαριστιέμαι
    • εξιτάρομαι
    • ζητωκραυγάζω
    3
  2. Αντώνυμα
    • απογοητεύομαι
    • αδιαφορώ
    • αποθαρρύνομαι
    3
  3. Ορισμός
    • Νιώθω έντονη συγκίνηση ή ενθουσιασμό για κάτι.
    • Εκδηλώνω μεγάλη χαρά ή ενθουσιασμό.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Ενθουσιάστηκα πολύ όταν πήρα την είδηση ότι πέρασα στο πανεπιστήμιο.
    • Ο κόσμος ενθουσιάστηκε με την ερμηνεία του τραγουδιστή.
    2