1. Λέξη
    ενοχλημένος (επίθετο) - (παρόμοια: ενωμένος - εξαντλημένος - ενοχλώ - κολλημένος - ηθελημένος - ξοφλημένος - εγγυημένος)
  2. Συνώνυμα
    • εκνευρισμένος
    • θυμωμένος
    • προβληματισμένος
    3
  3. Αντώνυμα
    • ήρεμος
    • χαλαρός
    • ικανοποιημένος
    3
  4. Ορισμός
    • Αισθάνεται δυσαρέσκεια ή ενόχληση λόγω κάποιου γεγονότος ή κατάστασης.
    • Βρίσκεται σε κατάσταση ταραχής ή δυσφορίας.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ήταν ενοχλημένος από τον θόρυβο των εργασιών στον δρόμο.
    • Φαινόταν ενοχλημένος όταν του θύμισαν το παλιό του λάθος.
    2