Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εντυπωσιάζομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
εντυπωσιάζω
-
ενθουσιάζομαι
-
εντυπωσιακή
-
εντυπωσιαστώ
-
εντυπωσιακός
-
θυσιάζομαι
)
Συνώνυμα
εξαίρομαι
γοητεύομαι
θαυμάζω
3
Αντώνυμα
αδιαφορώ
αψηφώ
περιφρονώ
3
Ορισμός
Νιώθω έντονη εντύπωση ή θαυμασμό για κάτι ή κάποιον.
Επηρεάζομαι βαθιά από κάτι, συνήθως λόγω της αξίας, της ομορφιάς ή της ικανότητάς του.
2
Παραδείγματα
Εντυπωσιάστηκα από την ομορφιά της φύσης κατά τη διάρκεια του πεζοπορικού μας.
Ο νέος καθηγητής μας μας εντυπωσίασε με τις γνώσεις του και τον τρόπο διδασκαλίας του.
2