1. Συνώνυμα
    • εξαίρομαι
    • γοητεύομαι
    • θαυμάζω
    3
  2. Αντώνυμα
    • αδιαφορώ
    • αψηφώ
    • περιφρονώ
    3
  3. Ορισμός
    • Νιώθω έντονη εντύπωση ή θαυμασμό για κάτι ή κάποιον.
    • Επηρεάζομαι βαθιά από κάτι, συνήθως λόγω της αξίας, της ομορφιάς ή της ικανότητάς του.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Εντυπωσιάστηκα από την ομορφιά της φύσης κατά τη διάρκεια του πεζοπορικού μας.
    • Ο νέος καθηγητής μας μας εντυπωσίασε με τις γνώσεις του και τον τρόπο διδασκαλίας του.
    2