1. Λέξη
    εξαντλητικός (επίθετο) - (παρόμοια: εξαντλώ - ενοχλητικός - εξαιρετικός - εξωτικός - εξαντλημένος - αθλητικός)
  2. Συνώνυμα
    • ολοκληρωτικός
    • λεπτομερής
    • πλήρης
    3
  3. Αντώνυμα
    • επιφανειακός
    • μερικός
    • ατελής
    3
  4. Ορισμός
    • Που καλύπτει κάθε πλευρά ή λεπτομέρεια ενός θέματος.
    • Που έχει εξαντλήσει όλες τις δυνατότητες ή πηγές.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η έκθεση ήταν εξαντλητική και κάλυπτε όλες τις πτυχές του προβλήματος.
    • Έκανε μια εξαντλητική έρευνα πριν καταλήξει στα συμπεράσματά του.
    2