Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εξαντλητικός (επίθετο) - (παρόμοια:
εξαντλώ
-
ενοχλητικός
-
εξαιρετικός
-
εξωτικός
-
εξαντλημένος
-
αθλητικός
)
Συνώνυμα
ολοκληρωτικός
λεπτομερής
πλήρης
3
Αντώνυμα
επιφανειακός
μερικός
ατελής
3
Ορισμός
Που καλύπτει κάθε πλευρά ή λεπτομέρεια ενός θέματος.
Που έχει εξαντλήσει όλες τις δυνατότητες ή πηγές.
2
Παραδείγματα
Η έκθεση ήταν εξαντλητική και κάλυπτε όλες τις πτυχές του προβλήματος.
Έκανε μια εξαντλητική έρευνα πριν καταλήξει στα συμπεράσματά του.
2