1. Λέξη
    εξαντλημένος (επίθετο) - (παρόμοια: εξαρτημένος - εξαντλώ - ενοχλημένος - εξεζητημένος - εξαντλητικός - εξαγριωμένος)
  2. Συνώνυμα
    • κουρασμένος
    • αποχαυνωμένος
    • εξουθενωμένος
    3
  3. Αντώνυμα
    • ενεργητικός
    • δυνατός
    • ζωηρός
    3
  4. Ορισμός
    • Πολύ κουρασμένος, χωρίς ενέργεια.
    • Που έχει εξαντληθεί πλήρως, χωρίς αποθέματα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Μετά τη μαραθώνια διαδρομή, ένιωθε εξαντλημένος.
    • Οι πόροι του οργανισμού ήταν εξαντλημένοι μετά τη μακρά περίοδο δουλειάς.
    2