Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εξαντλημένος (επίθετο) - (παρόμοια:
εξαρτημένος
-
εξαντλώ
-
ενοχλημένος
-
εξεζητημένος
-
εξαντλητικός
-
εξαγριωμένος
)
Συνώνυμα
κουρασμένος
αποχαυνωμένος
εξουθενωμένος
3
Αντώνυμα
ενεργητικός
δυνατός
ζωηρός
3
Ορισμός
Πολύ κουρασμένος, χωρίς ενέργεια.
Που έχει εξαντληθεί πλήρως, χωρίς αποθέματα.
2
Παραδείγματα
Μετά τη μαραθώνια διαδρομή, ένιωθε εξαντλημένος.
Οι πόροι του οργανισμού ήταν εξαντλημένοι μετά τη μακρά περίοδο δουλειάς.
2