Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εξαφανίσω (ρήμα) - (παρόμοια:
εξαφανίζω
-
εξαφανίζομαι
-
εξαφανιστώ
)
Συνώνυμα
αφανίζω
σβήνω
εκμηδενίζω
3
Αντώνυμα
εμφανίζω
δημιουργώ
εμφανίζομαι
3
Ορισμός
Κάνω κάτι να μην είναι πλέον ορατό ή να μην υπάρχει.
Καταστρέφω ή εξαλείφω κάτι πλήρως.
Φεύγω ή απομακρύνομαι χωρίς να αφήνω ίχνη.
3
Παραδείγματα
Ο ζωγράφος αποφάσισε να εξαφανίσει το λάθος χρώμα από τον πίνακα.
Η βίαιη καταιγίδα εξαφάνισε ολόκληρα χωριά από τον χάρτη.
Ο ύποπτος εξαφανίστηκε πριν φτάσει η αστυνομία.
3