1. Λέξη
    εξαφανίσω (ρήμα) - (παρόμοια: εξαφανίζω - εξαφανίζομαι - εξαφανιστώ)
  2. Συνώνυμα
    • αφανίζω
    • σβήνω
    • εκμηδενίζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • εμφανίζω
    • δημιουργώ
    • εμφανίζομαι
    3
  4. Ορισμός
    • Κάνω κάτι να μην είναι πλέον ορατό ή να μην υπάρχει.
    • Καταστρέφω ή εξαλείφω κάτι πλήρως.
    • Φεύγω ή απομακρύνομαι χωρίς να αφήνω ίχνη.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο ζωγράφος αποφάσισε να εξαφανίσει το λάθος χρώμα από τον πίνακα.
    • Η βίαιη καταιγίδα εξαφάνισε ολόκληρα χωριά από τον χάρτη.
    • Ο ύποπτος εξαφανίστηκε πριν φτάσει η αστυνομία.
    3