1. Λέξη
    εξαφανίζομαι (ρήμα) - (παρόμοια: εμφανίζομαι - εξαφανίζω - εξαφανίσω - βασανίζομαι - αυνανίζομαι)
  2. Συνώνυμα
    • χάνομαι
    • σβήνω
    • εξαϋλώνομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • εμφανίζομαι
    • εμφανίζω
    • εμφανίζομαι ξανά
    3
  4. Ορισμός
    • Να σταματήσω να είμαι ορατός ή να υπάρχω.
    • Να φύγω από ένα μέρος χωρίς να φανερώσω πού πηγαίνω.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το φάντασμα εξαφανίστηκε στο βάθος του δάσους.
    • Μετά την κρίση, πολλά είδη ζώων εξαφανίστηκαν από την περιοχή.
    2