Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εξαφανίζομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
εμφανίζομαι
-
εξαφανίζω
-
εξαφανίσω
-
βασανίζομαι
-
αυνανίζομαι
)
Συνώνυμα
χάνομαι
σβήνω
εξαϋλώνομαι
3
Αντώνυμα
εμφανίζομαι
εμφανίζω
εμφανίζομαι ξανά
3
Ορισμός
Να σταματήσω να είμαι ορατός ή να υπάρχω.
Να φύγω από ένα μέρος χωρίς να φανερώσω πού πηγαίνω.
2
Παραδείγματα
Το φάντασμα εξαφανίστηκε στο βάθος του δάσους.
Μετά την κρίση, πολλά είδη ζώων εξαφανίστηκαν από την περιοχή.
2