Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εξαφανιστώ (ρήμα) - (παρόμοια:
εμφανιστώ
-
εξαφανισμένος
-
εξαφανίζω
-
εξαφανίσω
)
Συνώνυμα
χάνομαι
εξαϋλώνομαι
εξατμίζομαι
3
Αντώνυμα
εμφανίζομαι
επαναφέρομαι
2
Ορισμός
Να σταματήσω να είμαι ορατός ή να υπάρχω.
Να φύγω από μια θέση ή μια κατάσταση χωρίς να αφήσω ίχνη.
2
Παραδείγματα
Ο ήλιος εξαφανίστηκε πίσω από τα σύννεφα.
Μετά την κρίση, πολλά είδη ζώων εξαφανίστηκαν από την περιοχή.
2