1. Λέξη
    εξαφανιστώ (ρήμα) - (παρόμοια: εμφανιστώ - εξαφανισμένος - εξαφανίζω - εξαφανίσω)
  2. Συνώνυμα
    • χάνομαι
    • εξαϋλώνομαι
    • εξατμίζομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • εμφανίζομαι
    • επαναφέρομαι
    2
  4. Ορισμός
    • Να σταματήσω να είμαι ορατός ή να υπάρχω.
    • Να φύγω από μια θέση ή μια κατάσταση χωρίς να αφήσω ίχνη.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο ήλιος εξαφανίστηκε πίσω από τα σύννεφα.
    • Μετά την κρίση, πολλά είδη ζώων εξαφανίστηκαν από την περιοχή.
    2