Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εξαφανισμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
εξαφανιστώ
-
εξασφαλισμένος
-
βασανισμένος
-
εξοπλισμένος
-
εξοργισμένος
-
εθισμένος
-
σκονισμένος
-
εξαρτημένος
)
Συνώνυμα
χαμένος
αφανισμένος
εξαλειμμένος
3
Αντώνυμα
ορατός
παρόν
διαθέσιμος
3
Ορισμός
που έχει εξαφανιστεί ή έχει κάνει να εξαφανιστεί
που δεν βρίσκεται πλέον στη συνηθισμένη του θέση ή δεν είναι πλέον ορατός
που έχει χαθεί και δεν μπορεί να βρεθεί
3
Παραδείγματα
Ο σκύλος μου είναι εξαφανισμένος εδώ και δύο μέρες.
Τα κλειδιά μου φαίνεται να είναι εξαφανισμένα.
Οι αρχαίοι θησαυροί παραμένουν εξαφανισμένοι.
3