1. Συνώνυμα
    • χαμένος
    • αφανισμένος
    • εξαλειμμένος
    3
  2. Αντώνυμα
    • ορατός
    • παρόν
    • διαθέσιμος
    3
  3. Ορισμός
    • που έχει εξαφανιστεί ή έχει κάνει να εξαφανιστεί
    • που δεν βρίσκεται πλέον στη συνηθισμένη του θέση ή δεν είναι πλέον ορατός
    • που έχει χαθεί και δεν μπορεί να βρεθεί
    3
  4. Παραδείγματα
    • Ο σκύλος μου είναι εξαφανισμένος εδώ και δύο μέρες.
    • Τα κλειδιά μου φαίνεται να είναι εξαφανισμένα.
    • Οι αρχαίοι θησαυροί παραμένουν εξαφανισμένοι.
    3