1. Λέξη
    κριτήριο (ουσιαστικό) - (παρόμοια: κριτής - κτήριο - κρατητήριο - εξιτήριο - εισιτήριο)
  2. Συνώνυμα
    • πρότυπο
    • μέτρο
    • σταθμός
    • παράμετρος
    4
  3. Αντώνυμα
    • απροσδιοριστία
    • αβεβαιότητα
    • ασάφεια
    3
  4. Ορισμός
    • Το πρότυπο ή η αρχή με βάση την οποία κρίνεται ή αξιολογείται κάτι.
    • Το χαρακτηριστικό που χρησιμοποιείται για τη διαχωριστική διάκριση μεταξύ διαφορετικών κατηγοριών ή επιπέδων.
    • Η βάση ή το μέτρο σύγκρισης για την αξιολόγηση ή τη μέτρηση.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Το βασικό κριτήριο για την επιλογή του νικητή ήταν η καινοτομία.
    • Τα κριτήρια εισαγωγής στο πανεπιστήμιο είναι αυστηρά.
    • Χρησιμοποιούμε διάφορα κριτήρια για να αξιολογήσουμε την ποιότητα των προϊόντων.
    3