Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κριτήριο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κριτής
-
κτήριο
-
κρατητήριο
-
εξιτήριο
-
εισιτήριο
)
Συνώνυμα
πρότυπο
μέτρο
σταθμός
παράμετρος
4
Αντώνυμα
απροσδιοριστία
αβεβαιότητα
ασάφεια
3
Ορισμός
Το πρότυπο ή η αρχή με βάση την οποία κρίνεται ή αξιολογείται κάτι.
Το χαρακτηριστικό που χρησιμοποιείται για τη διαχωριστική διάκριση μεταξύ διαφορετικών κατηγοριών ή επιπέδων.
Η βάση ή το μέτρο σύγκρισης για την αξιολόγηση ή τη μέτρηση.
3
Παραδείγματα
Το βασικό κριτήριο για την επιλογή του νικητή ήταν η καινοτομία.
Τα κριτήρια εισαγωγής στο πανεπιστήμιο είναι αυστηρά.
Χρησιμοποιούμε διάφορα κριτήρια για να αξιολογήσουμε την ποιότητα των προϊόντων.
3