Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εξουθενωτικός (επίθετο) - (παρόμοια:
εξωτικός
-
εξουθενωμένη
-
εξουθενωμένος
-
ερωτικός
)
Συνώνυμα
απαξιωτικός
περιφρονητικός
υποτιμητικός
3
Αντώνυμα
επαινετικός
εκτιμητικός
θετικός
3
Ορισμός
Που εκφράζει ή δείχνει περιφρόνηση ή υποτίμηση.
Που έχει ως αποτέλεσμα να μειώνει την αξία ή την αίσθηση της αξιοπρέπειας κάποιου.
2
Παραδείγματα
Οι εξουθενωτικές παρατηρήσεις του προϊσταμένου έκαναν τον υπάλληλο να νιώθει άσχημα.
Η εξουθενωτική συμπεριφορά της ομάδας απέναντι στους νέους ήταν απαράδεκτη.
2