1. Λέξη
    εξουθενωμένος (επίθετο) - (παρόμοια: εξουθενωμένη - ενωμένος - εξουθενωτικός - εξοικειωμένος - ηνωμένος)
  2. Συνώνυμα
    • κουρασμένος
    • εξαντλημένος
    • χαλασμένος
    • αδύναμος
    4
  3. Αντώνυμα
    • δυνατός
    • ενεργητικός
    • ζωντανός
    • ενθουσιασμένος
    4
  4. Ορισμός
    • Που έχει χάσει τη δύναμή του ή την ενέργειά του.
    • Που έχει εξαντληθεί σωματικά ή ψυχικά.
    • Που δεν έχει πια την ίδια επίδραση ή αξία.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Μετά τη μαραθώνια δουλειά, ένιωθε πλήρως εξουθενωμένος.
    • Ο εξουθενωμένος οργανισμός του δεν άντεχε άλλη πίεση.
    • Μετά από τόσα χρόνια, η επιρροή του ήταν πια εξουθενωμένη.
    3