Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εξουθενωμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
εξουθενωμένη
-
ενωμένος
-
εξουθενωτικός
-
εξοικειωμένος
-
ηνωμένος
)
Συνώνυμα
κουρασμένος
εξαντλημένος
χαλασμένος
αδύναμος
4
Αντώνυμα
δυνατός
ενεργητικός
ζωντανός
ενθουσιασμένος
4
Ορισμός
Που έχει χάσει τη δύναμή του ή την ενέργειά του.
Που έχει εξαντληθεί σωματικά ή ψυχικά.
Που δεν έχει πια την ίδια επίδραση ή αξία.
3
Παραδείγματα
Μετά τη μαραθώνια δουλειά, ένιωθε πλήρως εξουθενωμένος.
Ο εξουθενωμένος οργανισμός του δεν άντεχε άλλη πίεση.
Μετά από τόσα χρόνια, η επιρροή του ήταν πια εξουθενωμένη.
3