1. Συνώνυμα
    • εξαρτώμενος
    • εξαρτημένος
    • εξαρτημένος από
    3
  2. Αντώνυμα
    • ανεξάρτητος
    • αυτόνομος
    2
  3. Ορισμός
    • Που βασίζεται σε κάποιον ή κάτι για υποστήριξη ή επιβίωση.
    • Που δεν μπορεί να λειτουργήσει ή να υπάρξει χωρίς κάποιον ή κάτι άλλο.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Είναι εξαρτημένος από τα φάρμακα για να ζήσει.
    • Η επιχείρησή του είναι εξαρτημένη από τις τράπεζες.
    2