Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εξαρτημένος (επίθετο) - (παρόμοια:
εξεζητημένος
-
εξαντλημένος
-
στημένος
-
εξαρτηθώ
-
εξαγριωμένος
-
εξουσιοδοτημένος
-
ηττημένος
-
εξαφανισμένος
-
εξαρτώ
-
εγγυημένος
)
Συνώνυμα
εξαρτώμενος
εξαρτημένος
εξαρτημένος από
3
Αντώνυμα
ανεξάρτητος
αυτόνομος
2
Ορισμός
Που βασίζεται σε κάποιον ή κάτι για υποστήριξη ή επιβίωση.
Που δεν μπορεί να λειτουργήσει ή να υπάρξει χωρίς κάποιον ή κάτι άλλο.
2
Παραδείγματα
Είναι εξαρτημένος από τα φάρμακα για να ζήσει.
Η επιχείρησή του είναι εξαρτημένη από τις τράπεζες.
2