1. Λέξη
    εξεζητημένος (επίθετο) - (παρόμοια: εξαρτημένος - εξελιγμένος - στημένος - εξαντλημένος - εξουσιοδοτημένος - ηττημένος)
  2. Συνώνυμα
    • επιτηδευμένος
    • περίτεχνος
    • τεχνητός
    3
  3. Αντώνυμα
    • απλός
    • φυσικός
    • αφελής
    3
  4. Ορισμός
    • Που χαρακτηρίζεται από υπερβολική προσοχή στις λεπτομέρειες ή από προσπάθεια να εντυπωσιάσει.
    • Που δεν είναι φυσικός ή αυθόρμητος, αλλά προϊόν επιτήδευσης.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η εξεζητημένη του ντύσιμο έδειχνε ότι προσπαθούσε να κερδίσει την προσοχή όλων.
    • Η εξεζητημένη γλώσσα του κειμένου το έκανε δύσκολο στην κατανόηση.
    2