Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
στατιστικός (επίθετο) - (παρόμοια:
στατικός
-
στατιστική
-
σεξιστικός
-
στοματικός
-
στρατιωτικός
-
πολιτιστικός
-
σοκαριστικός
-
πειστικός
-
εθιστικός
-
συστατικό
-
σπαστικός
-
σωματικός
-
οριστικός
-
ολιστικός
-
σωφρονιστικός
-
επαναστατικός
-
διαφωτιστικός
-
εγωιστικός
-
λογιστικός
-
ναζιστικός
-
χαριστικός
-
σχηματικός
-
συμβατικός
)
Συνώνυμα
αριθμητικός
ποσοτικός
μαθηματικός
3
Αντώνυμα
ποιοτικός
περιγραφικός
θεωρητικός
3
Ορισμός
Σχετικός με τη στατιστική ή βασισμένος σε αυτήν.
Που αναφέρεται στη συλλογή, ανάλυση και ερμηνεία δεδομένων.
2
Παραδείγματα
Η στατιστική ανάλυση έδειξε σημαντικές διαφορές μεταξύ των δύο ομάδων.
Οι στατιστικές μέθοδοι χρησιμοποιούνται ευρέως στην επιστημονική έρευνα.
2