Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εκτείνομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
επεκτείνομαι
-
κλείνομαι
-
εκτελούμαι
-
εγκρίνομαι
-
γίνομαι
-
δίνομαι
-
εκδηλώνομαι
)
Συνώνυμα
απλώνομαι
επεκτείνομαι
διαστέλλομαι
3
Αντώνυμα
συστέλλομαι
συμπτύσσομαι
περιορίζομαι
3
Ορισμός
Να απλώνομαι σε μεγάλη έκταση ή να επεκτείνομαι σε διάστημα ή χρόνο.
Να εκτείνομαι σε μήκος, πλάτος ή βάθος.
Να διαστέλλομαι ή να επεκτείνομαι πέρα από τα συνηθισμένα όρια.
3
Παραδείγματα
Το πάρκο εκτείνεται σε όλη την περιοχή.
Η συζήτηση εκτείνεται για ώρες.
Οι ρίζες του δέντρου εκτείνονται βαθιά στο έδαφος.
3