1. Συνώνυμα
    • απλώνομαι
    • επεκτείνομαι
    • διαστέλλομαι
    3
  2. Αντώνυμα
    • συστέλλομαι
    • συμπτύσσομαι
    • περιορίζομαι
    3
  3. Ορισμός
    • Να απλώνομαι σε μεγάλη έκταση ή να επεκτείνομαι σε διάστημα ή χρόνο.
    • Να εκτείνομαι σε μήκος, πλάτος ή βάθος.
    • Να διαστέλλομαι ή να επεκτείνομαι πέρα από τα συνηθισμένα όρια.
    3
  4. Παραδείγματα
    • Το πάρκο εκτείνεται σε όλη την περιοχή.
    • Η συζήτηση εκτείνεται για ώρες.
    • Οι ρίζες του δέντρου εκτείνονται βαθιά στο έδαφος.
    3