Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κλείνομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
κλειδώνομαι
-
κρίνομαι
-
κλείνω
-
εκτείνομαι
-
δίνομαι
-
γίνομαι
-
φαίνομαι
-
μαίνομαι
-
επεκτείνομαι
)
Συνώνυμα
κλειδώνομαι
απομονώνομαι
εγκλείομαι
3
Αντώνυμα
ανοίγομαι
ξεκλειδώνομαι
απελευθερώνομαι
3
Ορισμός
1. Να βρίσκομαι σε κλειστό χώρο, χωρίς δυνατότητα εξόδου.
2. Να απομονώνομαι από τους άλλους, είτε από επιλογή είτε εξαναγκαστικά.
3. (μεταφορικά) Να περιορίζομαι σε μια συγκεκριμένη κατάσταση ή θέση.
3
Παραδείγματα
Κλείνομαι στο δωμάτιό μου όταν θέλω να διαβάσω ή να ησυχάσω.
Οι φυλακισμένοι κλείνονται στα κελιά τους το βράδυ.
Μετά το χωρισμό της, κλείστηκε στον εαυτό της και δεν ήθελε να βγει.
3