1. Συνώνυμα
    • κλειδώνομαι
    • απομονώνομαι
    • εγκλείομαι
    3
  2. Αντώνυμα
    • ανοίγομαι
    • ξεκλειδώνομαι
    • απελευθερώνομαι
    3
  3. Ορισμός
    • 1. Να βρίσκομαι σε κλειστό χώρο, χωρίς δυνατότητα εξόδου.
    • 2. Να απομονώνομαι από τους άλλους, είτε από επιλογή είτε εξαναγκαστικά.
    • 3. (μεταφορικά) Να περιορίζομαι σε μια συγκεκριμένη κατάσταση ή θέση.
    3
  4. Παραδείγματα
    • Κλείνομαι στο δωμάτιό μου όταν θέλω να διαβάσω ή να ησυχάσω.
    • Οι φυλακισμένοι κλείνονται στα κελιά τους το βράδυ.
    • Μετά το χωρισμό της, κλείστηκε στον εαυτό της και δεν ήθελε να βγει.
    3