1. Λέξη
    συγκεντρώνομαι (ρήμα) - (παρόμοια: συγκεντρώνω - επικεντρώνομαι - συγκεντρώσω - συγκεντρωμένος)
  2. Συνώνυμα
    • επικεντρώνομαι
    • συγκεντρώνω
    • εστιάζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • αποσκορπίζομαι
    • χαλαρώνω
    • ξεσκορπίζω
    3
  4. Ορισμός
    • Εστιάζω την προσοχή μου ή τις σκέψεις μου σε ένα συγκεκριμένο θέμα ή σημείο.
    • Μαζεύω ή συγκεντρώνω κάτι σε ένα συγκεκριμένο μέρος.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Πρέπει να συγκεντρωθώ για να τελειώσω αυτή την εργασία.
    • Οι μαθητές συγκεντρώθηκαν στην αίθουσα για την διάλεξη.
    2